- αιμορραγώδης
- αἱμορραγώδης, -ες (Α)1. αυτός που αιμορραγεί2. ο σχετικός με την αιμορραγία, αυτός που συνοδεύεται από αιμορραγία.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί *αἱμορραγιώδης < αἱμορραγία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἱμορραγώδεα — αἱμορραγώδης of haemorrhage neut nom/voc/acc pl (epic ionic) αἱμορραγώδης of haemorrhage masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιμορραγής — αἱμορραγής, ὲς (Α) αυτός που αιμορραγεί, που πάσχει από ακατάσχετη αιμορραγία («ποδὸς αἱμορραγὴς φλὲψ» Σοφ. Φιλ. 825). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + ρραγὴς < ἐρράγην, αόρ. β΄ τού ρ. ῥήγνυμι. ΠΑΡ. αιμορραγία, αιμορραγώ, αρχ. αἱμορραγώδης] … Dictionary of Greek
αιμορραγία — Η έξοδος του αίματος από τα αγγεία που το περιέχουν. Μπορεί να οφείλεται σε τραυματικές βλάβες ή σε παθήσεις που προκαλούν αλλοίωση στα τοιχώματα των αγγείων. Μερικές φορές η τοπική αιτία παραμένει άγνωστη, γιατί το αγγείο που έχει θιγεί… … Dictionary of Greek
αιμορροώδης — αἱμορροώδης, ες (Α) ο αιμορραγώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. αἷμα + ῥοώδης (< ῥέω)] … Dictionary of Greek